κυβερνητηριος

κυβερνητηριος
    κυβερνητήριος
    κῠβερνητήριος
    2
    относящийся к кормчему
    

(ἔργον Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κυβερνητηριος" в других словарях:

  • κυβερνητήριος — κυβερνητήριος, ία, ον (Α) [κυβερνητήρ] κυβερνητικός …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητήριον — κυβερνητήριος masc acc sg κυβερνητήριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητήρια — κυβερνητήριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»